λάπατο ή λάπαθο

λάπατο ή λάπαθο
Γένος δικοτυλήδονων, ποωδών φυτών της οικογένειας Polygonacea. Η επιστημονική του ονομασία είναι Rumex. Το γένος περιλαμβάνει 200 είδη μονοετή, διετή ή πολυετή, τα οποία απαντώνται κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο. Η επιστημονική ονομασία του πιο συνηθισμένου είδους στην Ελλάδα είναι ρούμεξ ο αμβλύφυλλος. Το είδος αυτό έχει ωοειδή, προμήκη φύλλα και άνθη κατά σπονδύλους, που σχηματίζουν έμφυλλους βότρυες. Συναντάται συχνά σε δροσερούς, υγρούς τόπους και στις όχθες των χαντακιών σε ολόκληρη την Ελλάδα, από τις παραθαλάσσιες έως τις ορεινές ζώνες. Στο ίδιο γένος υπάγεται και το ξινολάπατο (Rumex acetosa), που αυτοφύεται στους καλλιεργούμενους ή χέρσους αγρούς, στα λιβάδια και στα δάση σε ολόκληρη την Ελλάδα. Είναι πολυετές, αποκτά ύψος γύρω στο 1 μ., έχει πράσινους και λείους βλαστούς που φέρουν λίγα προμήκη, βελονοειδή φύλλα. Τα άνθη του είναι μικρά, πρασινωπά ή κοκκινωπά, κατά λεπτές, επάκριες και όρθιες φόβες. Η κοινή ονομασία του προέρχεται από το γεγονός ότι όλα τα μέρη του και ειδικότερα οι βλαστοί και τα φύλλα του έχουν ελαφρώς ξινή γεύση, εξαιτίας της παρουσίας οξαλικού οξέος. Για τον λόγο αυτό αλλά και επειδή έχουν ευχάριστη γεύση, τα τρυφερά φύλλα του τρώγονται μαγειρεμένα, όπως το σπανάκι, ή χρησιμοποιούνται για το τύλιγμα των ντολμάδων. Το φυτό, πριν από την ανθοφορία, καταναλώνεται επίσης από τα χορτοφάγα ζώα. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει άλλα 17 είδη, τα σπουδαιότερα από τα οποία είναι: ο ρούμεξ ή λ. το υδροχαρές, πολυετής πόα, ύψους 0,60 έως 1,50 μ., με μακριές και όρθιες διακλαδώσεις· τα φύλλα του είναι λεπτά και ανθεί σε σπόνδυλους με πολλά άνθη, κοντά ο ένας στον άλλο, χωρίς φύλλα και σε μορφή αραιής φόβης· φυτρώνει στις όχθες ποταμών και τελμάτων σε όλη την Ελλάδα, όπως επίσης στην Ευρώπη, στην Ασία και στη Βόρεια Αμερική. Το είδος ρούμεξ το ελληνικό είναι πολυετής πόα, με όρθιο βλαστό ύψους έως 1,50 μ. κατά την άνθηση, με πλατιά φύλλα, καρδιοειδή στη βάση και επίπεδο μίσχο· το φυτό εμφανίζει σπονδύλους με πολλά άνθη, κοντά ο ένας στον άλλο, οι περισσότεροι χωρίς φύλλα, που σχηματίζουν πλατιά φόβη· φυτρώνει σε άγονους τόπους της Θεσσαλίας και της Πελοποννήσου. Το είδος ρούμεξ ο ούλος είναι πολυετής πόα, με όρθιο βλαστό, ύψους 0,50 έως 1 μ. και με σαρκώδη και κίτρινη ρίζα· τα φύλλα του είναι ούλα στα χείλη και τα κατώτερα μοιάζουν με λόγχες· ανθεί σε σπόνδυλους, με πολλά άνθη κοντά ο ένας στον άλλο, οι περισσότεροι χωρίς φύλλα, που σχηματίζουν πυκνή φόβη· φυτρώνει σε χέρσους τόπους όλης της Ελλάδας και σε εύκρατες περιοχές όλης της Γης. Το είδος ρούμεξ ο βουκεφαλοφόρος είναι μονοετής πόα, ύψους 5 έως 30 εκ., με πολλούς λείους, λεπτούς και όρθιους ή απλούς και λίγο διακλαδισμένους βλαστούς, συνήθως κοκκινωπού χρώματος· έχει μικρά, ωοειδή, ρομβοειδή ή στο σχήμα λόγχης, ακέραια φύλλα και 2 έως 3 σε σπόνδυλο άνθη, που σχηματίζουν λεπτούς βότρυς· φυτρώνει κυρίως σε ξηρούς και αμμώδεις τόπους σε όλη την Ελλάδα. Τέλος, το είδος ρούμεξ ο συμπαγής είναι πολυετής πόα, που φτάνει το 1 μ., με όρθιο βλαστό που φέρει πολλές διακλαδώσεις· έχει σπόνδυλους μακριά ο ένας από τον άλλον, σε μακρόστενους με φύλλα βότρυς, που σχηματίζουν αραιή φόβη· φυτρώνει σε δροσερούς και υγρούς τόπους σε όλα τα μέρη της Ελλάδας. Ξινολάπατο (Rumex acetosa), πολυετής πόα ύψους περίπου 1 μ., με φύλλα μεγάλα και τρυφερά, εδώδιμα, αυτοφυής σε όλη την Ελλάδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λάπαθο — και λάπατο, το (AM λάπαθον, Α και λάπαθος, ὁ και ἡ, και λαπάθη, ἡ, Μ και λάπατον) κοινή, σήμερα, ονομασία ειδών τού φυτού ρούμεξ αρχ. όρυγμα που χρησίμευε ως παγίδα για άγρια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Σύμφωνα με χαρακτηρισμό τού τ. ως… …   Dictionary of Greek

  • λάπατο — Οικισμός (26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδος του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παρακαμπυλίων. * * * το βλ. λάπαθο …   Dictionary of Greek

  • ξινήθρα — Κοινή ονομασία μερικών ποωδών φυτών που ανήκουν στο γένος ρούμεξ (οικογένεια πολυγωνίδες) και στο γένος οξαλίς (οικογένεια οξαλιδίδες). Στο πρώτο γένος υπάγεται το φυτό ρούμεξ η οξαλίς, που αυτοφύεται σε καλλιεργημένους και χέρσους αγρούς σε όλη… …   Dictionary of Greek

  • σιδερολάπαθο — το, Ν κοινή ονομασία ειδών τών φυτών ρούμεξ και μπαλότα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδερο (βλ. σιδηρο ) + λάπαθο / λάπατο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”